περιβαλλοντικός • (perivallontikós) m (feminine περιβαλλοντική, neuter περιβαλλοντικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | περιβαλλοντικός (perivallontikós) | περιβαλλοντική (perivallontikí) | περιβαλλοντικό (perivallontikó) | περιβαλλοντικοί (perivallontikoí) | περιβαλλοντικές (perivallontikés) | περιβαλλοντικά (perivallontiká) | |
genitive | περιβαλλοντικού (perivallontikoú) | περιβαλλοντικής (perivallontikís) | περιβαλλοντικού (perivallontikoú) | περιβαλλοντικών (perivallontikón) | περιβαλλοντικών (perivallontikón) | περιβαλλοντικών (perivallontikón) | |
accusative | περιβαλλοντικό (perivallontikó) | περιβαλλοντική (perivallontikí) | περιβαλλοντικό (perivallontikó) | περιβαλλοντικούς (perivallontikoús) | περιβαλλοντικές (perivallontikés) | περιβαλλοντικά (perivallontiká) | |
vocative | περιβαλλοντικέ (perivallontiké) | περιβαλλοντική (perivallontikí) | περιβαλλοντικό (perivallontikó) | περιβαλλοντικοί (perivallontikoí) | περιβαλλοντικές (perivallontikés) | περιβαλλοντικά (perivallontiká) |