|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
περικλείω (περικλείνω →)
|
περικλείσω
|
περικλείομαι
|
περικλειστώ, {περικλεισθώ}1
|
2 sg
|
περικλείεις
|
περικλείσεις
|
περικλείεσαι
|
περικλειστείς, περικλεισθείς
|
3 sg
|
περικλείει
|
περικλείσει
|
περικλείεται
|
περικλειστεί, περικλεισθεί
|
|
1 pl
|
περικλείουμε, [‑ομε]
|
περικλείσουμε, [‑ομε]
|
περικλειόμαστε
|
περικλειστούμε, περικλεισθούμε
|
2 pl
|
περικλείετε
|
περικλείσετε
|
περικλείεστε, περικλειόσαστε
|
περικλειστείτε, περικλεισθείτε
|
3 pl
|
περικλείουν(ε)
|
περικλείσουν(ε)
|
περικλείονται
|
περικλειστούν(ε), περικλεισθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
περιέκλεια
|
περιέκλεισα
|
περικλειόμουν(α)
|
περικλείστηκα, {περικλείσθηκα}1
|
2 sg
|
περιέκλειες
|
περιέκλεισες
|
περικλειόσουν(α)
|
περικλείστηκες, περικλείσθηκες
|
3 sg
|
περιέκλειε
|
περιέκλεισε
|
περικλειόταν(ε)
|
περικλείστηκε, περικλείσθηκε
|
|
1 pl
|
περικλείαμε
|
περικλείσαμε
|
περικλειόμασταν, (‑όμαστε)
|
περικλειστήκαμε, περικλεισθήκαμε
|
2 pl
|
περικλείατε
|
περικλείσατε
|
περικλειόσασταν, (‑όσαστε)
|
περικλειστήκατε, περικλεισθήκατε
|
3 pl
|
περιέκλειαν, περικλείαν(ε)
|
περιέκλεισαν, περικλείσαν(ε)
|
περικλείονταν, (περικλειόντουσαν)
|
περικλείστηκαν, περικλειστήκαν(ε), περικλείσθηκαν, περικλεισθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα περικλείω ➤
|
θα περικλείσω ➤
|
θα περικλείομαι ➤
|
θα περικλειστώ / περικλεισθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα περικλείεις, …
|
θα περικλείσεις, …
|
θα περικλείεσαι, …
|
θα περικλειστείς / περικλεισθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … περικλείσει έχω, έχεις, … περικλεισμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … περικλειστεί / περικλεισθεί είμαι, είσαι, … περικλεισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … περικλείσει είχα, είχες, … περικλεισμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … περικλειστεί / περικλεισθεί ήμουν, ήσουν, … περικλεισμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … περικλείσει θα έχω, θα έχεις, … περικλεισμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … περικλειστεί / περικλεισθεί θα είμαι, θα είσαι, … περικλεισμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
[περίκλειε]
|
[περίκλεισε]
|
—
|
περικλείσου
|
2 pl
|
περικλείετε
|
περικλείστε
|
περικλείεστε
|
περικλειστείτε, περικλεισθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
περικλείοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας περικλείσει ➤
|
περικλεισμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
περικλείσει
|
περικλειστεί, περικλεισθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. Formal types with -σθ- are less common. • Passive forms are usually found in present and imperfect tense. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|