περιστεροτροφείο • (peristerotrofeío) n (plural περιστεροτροφεία)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιστεροτροφείο (peristerotrofeío) | περιστεροτροφεία (peristerotrofeía) |
genitive | περιστεροτροφείου (peristerotrofeíou) | περιστεροτροφείων (peristerotrofeíon) |
accusative | περιστεροτροφείο (peristerotrofeío) | περιστεροτροφεία (peristerotrofeía) |
vocative | περιστεροτροφείο (peristerotrofeío) | περιστεροτροφεία (peristerotrofeía) |