πλακατζής • (plakatzís) m (feminine πλακατζού, neuter πλακατζίδικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πλακατζής (plakatzís) | πλακατζού (plakatzoú) | πλακατζίδικο (plakatzídiko) πλακατζήδικο (plakatzídiko) |
πλακατζήδες (plakatzídes) | πλακατζούδες (plakatzoúdes) | πλακατζίδικα (plakatzídika) πλακατζήδικα (plakatzídika) | |
genitive | πλακατζή (plakatzí) | πλακατζούς (plakatzoús) | πλακατζίδικου (plakatzídikou) πλακατζήδικου (plakatzídikou) |
πλακατζήδων (plakatzídon) | πλακατζούδων (plakatzoúdon) | πλακατζίδικων (plakatzídikon) πλακατζήδικων (plakatzídikon) | |
accusative | πλακατζή (plakatzí) | πλακατζού (plakatzoú) | πλακατζίδικο (plakatzídiko) πλακατζήδικο (plakatzídiko) |
πλακατζήδες (plakatzídes) | πλακατζούδες (plakatzoúdes) | πλακατζίδικα (plakatzídika) πλακατζήδικα (plakatzídika) | |
vocative | πλακατζή (plakatzí) | πλακατζού (plakatzoú) | πλακατζίδικο (plakatzídiko) πλακατζήδικο (plakatzídiko) |
πλακατζήδες (plakatzídes) | πλακατζούδες (plakatzoúdes) | πλακατζίδικα (plakatzídika) πλακατζήδικα (plakatzídika) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλακατζής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλακατζής, etc.)
πλακατζής • (plakatzís) m (plural πλακατζήδες, feminine πλακατζού)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πλακατζής (plakatzís) | πλακατζήδες (plakatzídes) |
genitive | πλακατζή (plakatzí) | πλακατζήδων (plakatzídon) |
accusative | πλακατζή (plakatzí) | πλακατζήδες (plakatzídes) |
vocative | πλακατζή (plakatzí) | πλακατζήδες (plakatzídes) |