πλανόδιος • (planódios) m (feminine πλανόδια, neuter πλανόδιο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλανόδιος • | πλανόδια • | πλανόδιο • | πλανόδιοι • | πλανόδιες • | πλανόδια • |
genitive | πλανόδιου • | πλανόδιας • | πλανόδιου • | πλανόδιων • | πλανόδιων • | πλανόδιων • |
accusative | πλανόδιο • | πλανόδια • | πλανόδιο • | πλανόδιους • | πλανόδιες • | πλανόδια • |
vocative | πλανόδιε • | πλανόδια • | πλανόδιο • | πλανόδιοι • | πλανόδιες • | πλανόδια • |