πλειόκαινος • (pleiókainos) m (feminine πλειόκαινη or πλειόκαινος, neuter πλειόκαινο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πλειόκαινος (pleiókainos) | πλειόκαινος (pleiókainos) πλειόκαινη (pleiókaini) |
πλειόκαινο (pleiókaino) | πλειόκαινοι (pleiókainoi) | πλειόκαινοι (pleiókainoi) πλειόκαινες (pleiókaines) |
πλειόκαινα (pleiókaina) | |
genitive | πλειόκαινου (pleiókainou) | πλειόκαινου (pleiókainou) πλειόκαινης (pleiókainis) |
πλειόκαινου (pleiókainou) | πλειόκαινων (pleiókainon) | πλειόκαινων (pleiókainon) | πλειόκαινων (pleiókainon) | |
accusative | πλειόκαινο (pleiókaino) | πλειόκαινο (pleiókaino) πλειόκαινη (pleiókaini) |
πλειόκαινο (pleiókaino) | πλειόκαινους (pleiókainous) | πλειόκαινους (pleiókainous) πλειόκαινες (pleiókaines) |
πλειόκαινα (pleiókaina) | |
vocative | πλειόκαινε (pleiókaine) | πλειόκαινε (pleiókaine) πλειόκαινη (pleiókaini) |
πλειόκαινο (pleiókaino) | πλειόκαινοι (pleiókainoi) | πλειόκαινοι (pleiókainoi) πλειόκαινες (pleiókaines) |
πλειόκαινα (pleiókaina) |