πληροφοριοδότρια • (pliroforiodótria) f (plural πληροφοριοδότριες, masculine πληροφοριοδότης)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πληροφοριοδότρια (pliroforiodótria) | πληροφοριοδότριες (pliroforiodótries) |
genitive | πληροφοριοδότριας (pliroforiodótrias) | πληροφοριοδοτριών (pliroforiodotrión) |
accusative | πληροφοριοδότρια (pliroforiodótria) | πληροφοριοδότριες (pliroforiodótries) |
vocative | πληροφοριοδότρια (pliroforiodótria) | πληροφοριοδότριες (pliroforiodótries) |