πολυ- (poly-, “poly-, multi-”) + μέρος (méros, “part”)
πολυμερής • (polymerís) m (feminine πολυμερής, neuter πολυμερές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πολυμερής (polymerís) | πολυμερής (polymerís) | πολυμερές (polymerés) | πολυμερείς (polymereís) | πολυμερείς (polymereís) | πολυμερή (polymerí) | |
genitive | πολυμερούς (polymeroús) πολυμερή (polymerí) |
πολυμερούς (polymeroús) | πολυμερούς (polymeroús) | πολυμερών (polymerón) | πολυμερών (polymerón) | πολυμερών (polymerón) | |
accusative | πολυμερή (polymerí) | πολυμερή (polymerí) | πολυμερές (polymerés) | πολυμερείς (polymereís) | πολυμερείς (polymereís) | πολυμερή (polymerí) | |
vocative | πολυμερή (polymerí) πολυμερής (polymerís) |
πολυμερής (polymerís) | πολυμερές (polymerés) | πολυμερείς (polymereís) | πολυμερείς (polymereís) | πολυμερή (polymerí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολυμερής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολυμερής, etc.)