πολωνέζικος • (polonézikos) m (feminine πολωνέζικη, neuter πολωνέζικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολωνέζικος • | πολωνέζικη • | πολωνέζικο • | πολωνέζικοι • | πολωνέζικες • | πολωνέζικα • |
genitive | πολωνέζικου • | πολωνέζικης • | πολωνέζικου • | πολωνέζικων • | πολωνέζικων • | πολωνέζικων • |
accusative | πολωνέζικο • | πολωνέζικη • | πολωνέζικο • | πολωνέζικους • | πολωνέζικες • | πολωνέζικα • |
vocative | πολωνέζικε • | πολωνέζικη • | πολωνέζικο • | πολωνέζικοι • | πολωνέζικες • | πολωνέζικα • |