Learnedly from πραγματοποιώ (pragmatopoió) + -ση (-si).[1] Also analyzable as πραγματ- (pragmat-) + -ο- (-o-) + -ποίηση (-poíisi).
πραγματοποίηση • (pragmatopoíisi) f (plural πραγματοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πραγματοποίηση (pragmatopoíisi) | πραγματοποιήσεις (pragmatopoiíseis) |
genitive | πραγματοποίησης (pragmatopoíisis) | πραγματοποιήσεων (pragmatopoiíseon) |
accusative | πραγματοποίηση (pragmatopoíisi) | πραγματοποιήσεις (pragmatopoiíseis) |
vocative | πραγματοποίηση (pragmatopoíisi) | πραγματοποιήσεις (pragmatopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: πραγματοποιήσεως (pragmatopoiíseos)