πράσιν(ος) (prásin(os), “green”) + -ωπός (-opós, “diminutive or reduced form”)
πρασινωπός • (prasinopós) m (feminine πρασινωπή, neuter πρασινωπό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πρασινωπός • | πρασινωπή • | πρασινωπό • | πρασινωποί • | πρασινωπές • | πρασινωπά • |
genitive | πρασινωπού • | πρασινωπής • | πρασινωπού • | πρασινωπών • | πρασινωπών • | πρασινωπών • |
accusative | πρασινωπό • | πρασινωπή • | πρασινωπό • | πρασινωπούς • | πρασινωπές • | πρασινωπά • |
vocative | πρασινωπέ • | πρασινωπή • | πρασινωπό • | πρασινωποί • | πρασινωπές • | πρασινωπά • |