προ- (pro-, “pre”) + βιομηχανικός (viomichanikós, “industrial”)
προβιομηχανικός • (proviomichanikós) m (feminine προβιομηχανική, neuter προβιομηχανικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | προβιομηχανικός (proviomichanikós) | προβιομηχανική (proviomichanikí) | προβιομηχανικό (proviomichanikó) | προβιομηχανικοί (proviomichanikoí) | προβιομηχανικές (proviomichanikés) | προβιομηχανικά (proviomichaniká) | |
genitive | προβιομηχανικού (proviomichanikoú) | προβιομηχανικής (proviomichanikís) | προβιομηχανικού (proviomichanikoú) | προβιομηχανικών (proviomichanikón) | προβιομηχανικών (proviomichanikón) | προβιομηχανικών (proviomichanikón) | |
accusative | προβιομηχανικό (proviomichanikó) | προβιομηχανική (proviomichanikí) | προβιομηχανικό (proviomichanikó) | προβιομηχανικούς (proviomichanikoús) | προβιομηχανικές (proviomichanikés) | προβιομηχανικά (proviomichaniká) | |
vocative | προβιομηχανικέ (proviomichaniké) | προβιομηχανική (proviomichanikí) | προβιομηχανικό (proviomichanikó) | προβιομηχανικοί (proviomichanikoí) | προβιομηχανικές (proviomichanikés) | προβιομηχανικά (proviomichaniká) |