Learned borrowing from Byzantine Greek προγαμιαίος (progamiaíos). By surface analysis, προ- (pro-) + γάμ(ος) (gám(os)) + -ιαίος (-iaíos).[1]
προγαμιαίος • (progamiaíos) m (feminine προγαμιαία, neuter προγαμιαίο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προγαμιαίος • | προγαμιαία • | προγαμιαίο • | προγαμιαίοι • | προγαμιαίες • | προγαμιαία • |
genitive | προγαμιαίου • | προγαμιαίας • | προγαμιαίου • | προγαμιαίων • | προγαμιαίων • | προγαμιαίων • |
accusative | προγαμιαίο • | προγαμιαία • | προγαμιαίο • | προγαμιαίους • | προγαμιαίες • | προγαμιαία • |
vocative | προγαμιαίε • | προγαμιαία • | προγαμιαίο • | προγαμιαίοι • | προγαμιαίες • | προγαμιαία • |