προγραμματιστής • (programmatistís) m (plural προγραμματιστές, feminine προγραμματίστρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προγραμματιστής (programmatistís) | προγραμματιστές (programmatistés) |
genitive | προγραμματιστή (programmatistí) | προγραμματιστών (programmatistón) |
accusative | προγραμματιστή (programmatistí) | προγραμματιστές (programmatistés) |
vocative | προγραμματιστή (programmatistí) | προγραμματιστές (programmatistés) |