Hello, you have come here looking for the meaning of the word
προετοιμάζω . In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
προετοιμάζω , but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
προετοιμάζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
προετοιμάζω you have here. The definition of the word
προετοιμάζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
προετοιμάζω , as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Ancient Greek
Etymology
From προ- ( pro- ) + ἑτοιμάζω ( hetoimázō , “ I prepare ” ) .
Pronunciation
IPA (key ) : /pro.e.toi̯.máz.dɔː/ → /pro.e.tyˈma.zo/ → /pro.e.tiˈma.zo/
Verb
προετοιμάζω • (proetoimázō )
to get ready beforehand
Conjugation
Descendants
Further reading
Greek
Etymology
Learnedly, from Ancient Greek προετοιμάζω ( proetoimázō ) . By surface analysis , προ- ( “ pre- ” ) + ετοιμάζω ( “ prepare ” ) .
Pronunciation
IPA (key ) : /pɾo.e.tiˈma.zo/
Hyphenation: προ‧ε‧τοι‧μά‧ζω
Verb
προετοιμάζω • (proetoimázo ) (past προετοίμασα , passive προετοιμάζομαι )
to coach , train , prepare beforehand
Conjugation
προετοιμάζω προετοιμάζομαι
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
προετοιμάζω
προετοιμάσω
προετοιμάζομαι
προετοιμαστώ
2 sg
προετοιμάζεις
προετοιμάσεις
προετοιμάζεσαι
προετοιμαστείς
3 sg
προετοιμάζει
προετοιμάσει
προετοιμάζεται
προετοιμαστεί
1 pl
προετοιμάζουμε , [‑ομε ]
προετοιμάσουμε , [‑ομε ]
προετοιμαζόμαστε
προετοιμαστούμε
2 pl
προετοιμάζετε
προετοιμάσετε
προετοιμάζεστε , προετοιμαζόσαστε
προετοιμαστείτε
3 pl
προετοιμάζουν (ε )
προετοιμάσουν (ε )
προετοιμάζονται
προετοιμαστούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
προετοίμαζα
προετοίμασα
προετοιμαζόμουν (α )
προετοιμάστηκα
2 sg
προετοίμαζες
προετοίμασες
προετοιμαζόσουν (α )
προετοιμάστηκες
3 sg
προετοίμαζε
προετοίμασε
προετοιμαζόταν (ε )
προετοιμάστηκε
1 pl
προετοιμάζαμε
προετοιμάσαμε
προετοιμαζόμασταν , (‑όμαστε )
προετοιμαστήκαμε
2 pl
προετοιμάζατε
προετοιμάσατε
προετοιμαζόσασταν , (‑όσαστε )
προετοιμαστήκατε
3 pl
προετοίμαζαν , προετοιμάζαν (ε )
προετοίμασαν , προετοιμάσαν (ε )
προετοιμάζονταν , (προετοιμαζόντουσαν )
προετοιμάστηκαν , προετοιμαστήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα προετοιμάζω ➤
θα προετοιμάσω ➤
θα προετοιμάζομαι ➤
θα προετοιμαστώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα προετοιμάζεις , …
θα προετοιμάσεις , …
θα προετοιμάζεσαι , …
θα προετοιμαστείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … προετοιμάσει έχω, έχεις, … προετοιμασμένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … προετοιμαστεί είμαι , είσαι , … προετοιμασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … προετοιμάσει είχα, είχες, … προετοιμασμένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … προετοιμαστεί ήμουν , ήσουν , … προετοιμασμένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω , θα έχεις , … προετοιμάσει θα έχω, θα έχεις, … προετοιμασμένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … προετοιμαστεί θα είμαι, θα είσαι, … προετοιμασμένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
προετοίμαζε
προετοίμασε
—
προετοιμάσου
2 pl
προετοιμάζετε
προετοιμάστε
προετοιμάζεστε
προετοιμαστείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
προετοιμάζοντας ➤
—
Perfect participle➤
έχοντας προετοιμάσει ➤
προετοιμασμένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
προετοιμάσει
προετοιμαστεί
Notes Appendix:Greek verbs
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.