προτεροζωικός • (proterozoïkós) m (feminine προτεροζωική, neuter προτεροζωικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προτεροζωικός • | προτεροζωική • | προτεροζωικό • | προτεροζωικοί • | προτεροζωικές • | προτεροζωικά • |
genitive | προτεροζωικού • | προτεροζωικής • | προτεροζωικού • | προτεροζωικών • | προτεροζωικών • | προτεροζωικών • |
accusative | προτεροζωικό • | προτεροζωική • | προτεροζωικό • | προτεροζωικούς • | προτεροζωικές • | προτεροζωικά • |
vocative | προτεροζωικέ • | προτεροζωική • | προτεροζωικό • | προτεροζωικοί • | προτεροζωικές • | προτεροζωικά • |