From πρώτ(η) (prót(i)) + αρχ(ή) (arch(í)) + -ικός (-ikós), a calque of French primordial.[1]
πρωταρχικός • (protarchikós) m (feminine πρωταρχική, neuter πρωταρχικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πρωταρχικός (protarchikós) | πρωταρχική (protarchikí) | πρωταρχικό (protarchikó) | πρωταρχικοί (protarchikoí) | πρωταρχικές (protarchikés) | πρωταρχικά (protarchiká) | |
genitive | πρωταρχικού (protarchikoú) | πρωταρχικής (protarchikís) | πρωταρχικού (protarchikoú) | πρωταρχικών (protarchikón) | πρωταρχικών (protarchikón) | πρωταρχικών (protarchikón) | |
accusative | πρωταρχικό (protarchikó) | πρωταρχική (protarchikí) | πρωταρχικό (protarchikó) | πρωταρχικούς (protarchikoús) | πρωταρχικές (protarchikés) | πρωταρχικά (protarchiká) | |
vocative | πρωταρχικέ (protarchiké) | πρωταρχική (protarchikí) | πρωταρχικό (protarchikó) | πρωταρχικοί (protarchikoí) | πρωταρχικές (protarchikés) | πρωταρχικά (protarchiká) |