πυραμιδικός • (pyramidikós) m (feminine πυραμιδική, neuter πυραμιδικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πυραμιδικός (pyramidikós) | πυραμιδική (pyramidikí) | πυραμιδικό (pyramidikó) | πυραμιδικοί (pyramidikoí) | πυραμιδικές (pyramidikés) | πυραμιδικά (pyramidiká) | |
genitive | πυραμιδικού (pyramidikoú) | πυραμιδικής (pyramidikís) | πυραμιδικού (pyramidikoú) | πυραμιδικών (pyramidikón) | πυραμιδικών (pyramidikón) | πυραμιδικών (pyramidikón) | |
accusative | πυραμιδικό (pyramidikó) | πυραμιδική (pyramidikí) | πυραμιδικό (pyramidikó) | πυραμιδικούς (pyramidikoús) | πυραμιδικές (pyramidikés) | πυραμιδικά (pyramidiká) | |
vocative | πυραμιδικέ (pyramidiké) | πυραμιδική (pyramidikí) | πυραμιδικό (pyramidikó) | πυραμιδικοί (pyramidikoí) | πυραμιδικές (pyramidikés) | πυραμιδικά (pyramidiká) |