Learnedly from πυροσβέστ(ης) (pyrosvést(is)) + -ικός (-ikós).[1]
πυροσβεστικός • (pyrosvestikós) m (feminine πυροσβεστική, neuter πυροσβεστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | πυροσβεστικός (pyrosvestikós) | πυροσβεστική (pyrosvestikí) | πυροσβεστικό (pyrosvestikó) | πυροσβεστικοί (pyrosvestikoí) | πυροσβεστικές (pyrosvestikés) | πυροσβεστικά (pyrosvestiká) | |
genitive | πυροσβεστικού (pyrosvestikoú) | πυροσβεστικής (pyrosvestikís) | πυροσβεστικού (pyrosvestikoú) | πυροσβεστικών (pyrosvestikón) | πυροσβεστικών (pyrosvestikón) | πυροσβεστικών (pyrosvestikón) | |
accusative | πυροσβεστικό (pyrosvestikó) | πυροσβεστική (pyrosvestikí) | πυροσβεστικό (pyrosvestikó) | πυροσβεστικούς (pyrosvestikoús) | πυροσβεστικές (pyrosvestikés) | πυροσβεστικά (pyrosvestiká) | |
vocative | πυροσβεστικέ (pyrosvestiké) | πυροσβεστική (pyrosvestikí) | πυροσβεστικό (pyrosvestikó) | πυροσβεστικοί (pyrosvestikoí) | πυροσβεστικές (pyrosvestikés) | πυροσβεστικά (pyrosvestiká) |