Ancient Greek ῥητορῐκός (rhētorikós)
ρητορικός • (ritorikós) m (feminine ρητορική, neuter ρητορικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ρητορικός • | ρητορική • | ρητορικό • | ρητορικοί • | ρητορικές • | ρητορικά • |
genitive | ρητορικού • | ρητορικής • | ρητορικού • | ρητορικών • | ρητορικών • | ρητορικών • |
accusative | ρητορικό • | ρητορική • | ρητορικό • | ρητορικούς • | ρητορικές • | ρητορικά • |
vocative | ρητορικέ • | ρητορική • | ρητορικό • | ρητορικοί • | ρητορικές • | ρητορικά • |