ρουαντέζικος • (rouantézikos) m (feminine ρουαντέζικη, neuter ρουαντέζικο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ρουαντέζικος (rouantézikos) | ρουαντέζικη (rouantéziki) | ρουαντέζικο (rouantéziko) | ρουαντέζικοι (rouantézikoi) | ρουαντέζικες (rouantézikes) | ρουαντέζικα (rouantézika) | |
genitive | ρουαντέζικου (rouantézikou) | ρουαντέζικης (rouantézikis) | ρουαντέζικου (rouantézikou) | ρουαντέζικων (rouantézikon) | ρουαντέζικων (rouantézikon) | ρουαντέζικων (rouantézikon) | |
accusative | ρουαντέζικο (rouantéziko) | ρουαντέζικη (rouantéziki) | ρουαντέζικο (rouantéziko) | ρουαντέζικους (rouantézikous) | ρουαντέζικες (rouantézikes) | ρουαντέζικα (rouantézika) | |
vocative | ρουαντέζικε (rouantézike) | ρουαντέζικη (rouantéziki) | ρουαντέζικο (rouantéziko) | ρουαντέζικοι (rouantézikoi) | ρουαντέζικες (rouantézikes) | ρουαντέζικα (rouantézika) |