σαράντα (saránta, “forty”) + ποδάρι (podári, “leg”) + -ούσα (-oúsa)
σαρανταποδαρούσα • (sarantapodaroúsa) f (plural σαρανταποδαρούσες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σαρανταποδαρούσα (sarantapodaroúsa) | σαρανταποδαρούσες (sarantapodaroúses) |
genitive | σαρανταποδαρούσας (sarantapodaroúsas) | σαρανταποδαρούσων (sarantapodaroúson) |
accusative | σαρανταποδαρούσα (sarantapodaroúsa) | σαρανταποδαρούσες (sarantapodaroúses) |
vocative | σαρανταποδαρούσα (sarantapodaroúsa) | σαρανταποδαρούσες (sarantapodaroúses) |