σιτσιάνικος • (sitsiánikos) m (feminine σιτσιάνικη, neuter σιτσιάνικο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σιτσιάνικος • | σιτσιάνικη • | σιτσιάνικο • | σιτσιάνικοι • | σιτσιάνικες • | σιτσιάνικα • |
genitive | σιτσιάνικου • | σιτσιάνικης • | σιτσιάνικου • | σιτσιάνικων • | σιτσιάνικων • | σιτσιάνικων • |
accusative | σιτσιάνικο • | σιτσιάνικη • | σιτσιάνικο • | σιτσιάνικους • | σιτσιάνικες • | σιτσιάνικα • |
vocative | σιτσιάνικε • | σιτσιάνικη • | σιτσιάνικο • | σιτσιάνικοι • | σιτσιάνικες • | σιτσιάνικα • |