σκατολογικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word σκατολογικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word σκατολογικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say σκατολογικός in singular and plural. Everything you need to know about the word σκατολογικός you have here. The definition of the word σκατολογικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσκατολογικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

σκατολογικός (skatologikósm (feminine σκατολογικη, neuter σκατολογικό)

  1. scatological

Declension

Declension of σκατολογικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σκατολογικός (skatologikós) σκατολογική (skatologikí) σκατολογικό (skatologikó) σκατολογικοί (skatologikoí) σκατολογικές (skatologikés) σκατολογικά (skatologiká)
genitive σκατολογικού (skatologikoú) σκατολογικής (skatologikís) σκατολογικού (skatologikoú) σκατολογικών (skatologikón) σκατολογικών (skatologikón) σκατολογικών (skatologikón)
accusative σκατολογικό (skatologikó) σκατολογική (skatologikí) σκατολογικό (skatologikó) σκατολογικούς (skatologikoús) σκατολογικές (skatologikés) σκατολογικά (skatologiká)
vocative σκατολογικέ (skatologiké) σκατολογική (skatologikí) σκατολογικό (skatologikó) σκατολογικοί (skatologikoí) σκατολογικές (skatologikés) σκατολογικά (skatologiká)