From σπίτι (spíti, “house”) + σπουργίτης (spourgítis, “sparrow”).
σπιτοσπουργίτης • (spitospourgítis) m (plural σπιτοσπουργίτες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπιτοσπουργίτης (spitospourgítis) | σπιτοσπουργίτες (spitospourgítes) |
genitive | σπιτοσπουργίτη (spitospourgíti) | σπιτοσπουργιτών (spitospourgitón) |
accusative | σπιτοσπουργίτη (spitospourgíti) | σπιτοσπουργίτες (spitospourgítes) |
vocative | σπιτοσπουργίτη (spitospourgíti) | σπιτοσπουργίτες (spitospourgítes) |