σταθερός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word σταθερός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word σταθερός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say σταθερός in singular and plural. Everything you need to know about the word σταθερός you have here. The definition of the word σταθερός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσταθερός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Ancient Greek

Alternative forms

Etymology

From ἵστημι (hístēmi, to stand) +‎ -ρός (-rós).

Pronunciation

 

Adjective

στᾰθερός (statherósm (feminine στᾰθερᾱ́, neuter στᾰθερόν); first/second declension

  1. standing fast, firm, fixed
  2. (of weather) steady, settled
  3. (of speech) calm, deliberate

Inflection

Derived terms

Further reading

Greek

Etymology

From Ancient Greek σταθερός (statherós).

Adjective

σταθερός (statherósm (feminine σταθερή, neuter σταθερό)

  1. constant, steady

Declension

Declension of σταθερός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σταθερός (statherós) σταθερή (statherí) σταθερό (statheró) σταθεροί (statheroí) σταθερές (statherés) σταθερά (statherá)
genitive σταθερού (statheroú) σταθερής (statherís) σταθερού (statheroú) σταθερών (statherón) σταθερών (statherón) σταθερών (statherón)
accusative σταθερό (statheró) σταθερή (statherí) σταθερό (statheró) σταθερούς (statheroús) σταθερές (statherés) σταθερά (statherá)
vocative σταθερέ (statheré) σταθερή (statherí) σταθερό (statheró) σταθεροί (statheroí) σταθερές (statherés) σταθερά (statherá)

Notes: σταθερά: learned form of the feminine
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σταθερός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σταθερός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σταθερότερος (statheróteros) σταθερότερη (statheróteri) σταθερότερο (statherótero) σταθερότεροι (statheróteroi) σταθερότερες (statheróteres) σταθερότερα (statherótera)
genitive σταθερότερου (statheróterou) σταθερότερης (statheróteris) σταθερότερου (statheróterou) σταθερότερων (statheróteron) σταθερότερων (statheróteron) σταθερότερων (statheróteron)
accusative σταθερότερο (statherótero) σταθερότερη (statheróteri) σταθερότερο (statherótero) σταθερότερους (statheróterous) σταθερότερες (statheróteres) σταθερότερα (statherótera)
vocative σταθερότερε (statherótere) σταθερότερη (statheróteri) σταθερότερο (statherótero) σταθερότεροι (statheróteroi) σταθερότερες (statheróteres) σταθερότερα (statherótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο σταθερότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative σταθερότατος (statherótatos) σταθερότατη (statherótati) σταθερότατο (statherótato) σταθερότατοι (statherótatoi) σταθερότατες (statherótates) σταθερότατα (statherótata)
genitive σταθερότατου (statherótatou) σταθερότατης (statherótatis) σταθερότατου (statherótatou) σταθερότατων (statherótaton) σταθερότατων (statherótaton) σταθερότατων (statherótaton)
accusative σταθερότατο (statherótato) σταθερότατη (statherótati) σταθερότατο (statherótato) σταθερότατους (statherótatous) σταθερότατες (statherótates) σταθερότατα (statherótata)
vocative σταθερότατε (statherótate) σταθερότατη (statherótati) σταθερότατο (statherótato) σταθερότατοι (statherótatoi) σταθερότατες (statherótates) σταθερότατα (statherótata)