στατιστικός • (statistikós) m (feminine στατιστική, neuter στατιστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στατιστικός • | στατιστική • | στατιστικό • | στατιστικοί • | στατιστικές • | στατιστικά • |
genitive | στατιστικού • | στατιστικής • | στατιστικού • | στατιστικών • | στατιστικών • | στατιστικών • |
accusative | στατιστικό • | στατιστική • | στατιστικό • | στατιστικούς • | στατιστικές • | στατιστικά • |
vocative | στατιστικέ • | στατιστική • | στατιστικό • | στατιστικοί • | στατιστικές • | στατιστικά • |