στεγαστικός • (stegastikós) m (feminine στεγαστική, neuter στεγαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | στεγαστικός (stegastikós) | στεγαστική (stegastikí) | στεγαστικό (stegastikó) | στεγαστικοί (stegastikoí) | στεγαστικές (stegastikés) | στεγαστικά (stegastiká) | |
genitive | στεγαστικού (stegastikoú) | στεγαστικής (stegastikís) | στεγαστικού (stegastikoú) | στεγαστικών (stegastikón) | στεγαστικών (stegastikón) | στεγαστικών (stegastikón) | |
accusative | στεγαστικό (stegastikó) | στεγαστική (stegastikí) | στεγαστικό (stegastikó) | στεγαστικούς (stegastikoús) | στεγαστικές (stegastikés) | στεγαστικά (stegastiká) | |
vocative | στεγαστικέ (stegastiké) | στεγαστική (stegastikí) | στεγαστικό (stegastikó) | στεγαστικοί (stegastikoí) | στεγαστικές (stegastikés) | στεγαστικά (stegastiká) |