Learnedly from στεγν(ός) (stegn(ós)) + -ο- (-o-) + καθαριστήριο (katharistírio), a calque of English dry cleaning or German Trockenreinigung.[1]
στεγνοκαθαριστήριο • (stegnokatharistírio) n (plural στεγνοκαθαριστήρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στεγνοκαθαριστήριο (stegnokatharistírio) | στεγνοκαθαριστήρια (stegnokatharistíria) |
genitive | στεγνοκαθαριστηρίου (stegnokatharistiríou) στεγνοκαθαριστήριου (stegnokatharistíriou) |
στεγνοκαθαριστηρίων (stegnokatharistiríon) |
accusative | στεγνοκαθαριστήριο (stegnokatharistírio) | στεγνοκαθαριστήρια (stegnokatharistíria) |
vocative | στεγνοκαθαριστήριο (stegnokatharistírio) | στεγνοκαθαριστήρια (stegnokatharistíria) |