στερεός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word στερεός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word στερεός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say στερεός in singular and plural. Everything you need to know about the word στερεός you have here. The definition of the word στερεός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofστερεός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
See also: στέρεος

Ancient Greek

Alternative forms

Etymology

From Proto-Indo-European *ster- (strong, steady), the same root of Old English starian (to stare), Proto-Germanic *staraz (stiff), στεῖρος (steîros, barren, sterile), Tocharian B ścīre (hard; harsh (of words)). See also στηρῐ́ζω (stērízō, to support).[1]

Pronunciation

 

Adjective

στερεός (stereósm (feminine στερεᾱ́, neuter στερεόν); first/second declension

  1. firm, solid, rigid
    Synonym: στρῐφνός (striphnós)
  2. standard, of full value (of money)
  3. (figuratively) stiff, stubborn
  4. hard, stubborn, cruel
  5. solid, cubic (of bodies and quantities)

Inflection

Derived terms

Descendants

  • Greek: στερεός (stereós)
  • English: stereo-

References

  1. ^ Beekes, Robert S. P. (2010) “στερεός”, in Etymological Dictionary of Greek (Leiden Indo-European Etymological Dictionary Series; 10), with the assistance of Lucien van Beek, Leiden, Boston: Brill, →ISBN, pages 1400-1

Further reading

Greek

Alternative forms

Etymology

From Ancient Greek στερεός (stereós), from Proto-Indo-European *ster- (stiff). Cognate with Latin stultus, stolidus, sterilis, strēnuus, stīria. See also Old English steorfan (to die), Latin torpeō, Lithuanian tirpstu (to become rigid), and Old Church Slavonic трупети (trupeti).

Adjective

στερεός (stereósm (feminine στερεή or στερεά, neuter στερεό)

  1. firm, solid (of foundations, bodies etc)

Declension

Declension of στερεός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στερεός (stereós) στερεή (stereḯ)
στερεά (stereá)
στερεό (stereó) στερεοί (stereoí) στερεές (stereés) στερεά (stereá)
genitive στερεού (stereoú) στερεής (stereḯs)
στερεάς (stereás)
στερεού (stereoú) στερεών (stereón) στερεών (stereón) στερεών (stereón)
accusative στερεό (stereó) στερεή (stereḯ)
στερεά (stereá)
στερεό (stereó) στερεούς (stereoús) στερεές (stereés) στερεά (stereá)
vocative στερεέ (stereé) στερεή (stereḯ)
στερεά (stereá)
στερεό (stereó) στερεοί (stereoí) στερεές (stereés) στερεά (stereá)

Notes: The feminine form στερεά is a more learned form.
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στερεός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στερεός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στερεότερος (stereóteros) στερεότερη (stereóteri) στερεότερο (stereótero) στερεότεροι (stereóteroi) στερεότερες (stereóteres) στερεότερα (stereótera)
genitive στερεότερου (stereóterou) στερεότερης (stereóteris) στερεότερου (stereóterou) στερεότερων (stereóteron) στερεότερων (stereóteron) στερεότερων (stereóteron)
accusative στερεότερο (stereótero) στερεότερη (stereóteri) στερεότερο (stereótero) στερεότερους (stereóterous) στερεότερες (stereóteres) στερεότερα (stereótera)
vocative στερεότερε (stereótere) στερεότερη (stereóteri) στερεότερο (stereótero) στερεότεροι (stereóteroi) στερεότερες (stereóteres) στερεότερα (stereótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στερεότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative στερεότατος (stereótatos) στερεότατη (stereótati) στερεότατο (stereótato) στερεότατοι (stereótatoi) στερεότατες (stereótates) στερεότατα (stereótata)
genitive στερεότατου (stereótatou) στερεότατης (stereótatis) στερεότατου (stereótatou) στερεότατων (stereótaton) στερεότατων (stereótaton) στερεότατων (stereótaton)
accusative στερεότατο (stereótato) στερεότατη (stereótati) στερεότατο (stereótato) στερεότατους (stereótatous) στερεότατες (stereótates) στερεότατα (stereótata)
vocative στερεότατε (stereótate) στερεότατη (stereótati) στερεότατο (stereótato) στερεότατοι (stereótatoi) στερεότατες (stereótates) στερεότατα (stereótata)