Perfect participle of στηρίζομαι (stirízomai), passive voice of στηρίζω (stirízo, “support, uphold”).
στηριγμένος • (stirigménos) m (feminine στηριγμένη, neuter στηριγμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στηριγμένος • | στηριγμένη • | στηριγμένο • | στηριγμένοι • | στηριγμένες • | στηριγμένα • |
genitive | στηριγμένου • | στηριγμένης • | στηριγμένου • | στηριγμένων • | στηριγμένων • | στηριγμένων • |
accusative | στηριγμένο • | στηριγμένη • | στηριγμένο • | στηριγμένους • | στηριγμένες • | στηριγμένα • |
vocative | στηριγμένε • | στηριγμένη • | στηριγμένο • | στηριγμένοι • | στηριγμένες • | στηριγμένα • |