στροφαλοφόρος • (strofalofóros) m (feminine στροφαλοφόρα, neuter στροφαλοφόρο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | στροφαλοφόρος • | στροφαλοφόρα • | στροφαλοφόρο • | στροφαλοφόροι • | στροφαλοφόρες • | στροφαλοφόρα • |
genitive | στροφαλοφόρου • | στροφαλοφόρας • | στροφαλοφόρου • | στροφαλοφόρων • | στροφαλοφόρων • | στροφαλοφόρων • |
accusative | στροφαλοφόρο • | στροφαλοφόρα • | στροφαλοφόρο • | στροφαλοφόρους • | στροφαλοφόρες • | στροφαλοφόρα • |
vocative | στροφαλοφόρε • | στροφαλοφόρα • | στροφαλοφόρο • | στροφαλοφόροι • | στροφαλοφόρες • | στροφαλοφόρα • |