στρωματοποίηση • (stromatopoíisi) f (plural στρωματοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρωματοποίηση (stromatopoíisi) | στρωματοποιήσεις (stromatopoiíseis) |
genitive | στρωματοποίησης (stromatopoíisis) | στρωματοποιήσεων (stromatopoiíseon) |
accusative | στρωματοποίηση (stromatopoíisi) | στρωματοποιήσεις (stromatopoiíseis) |
vocative | στρωματοποίηση (stromatopoíisi) | στρωματοποιήσεις (stromatopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: στρωματοποιήσεως (stromatopoiíseos)