From Koine Greek συγκινητικός (sunkinētikós), from συν- (sun-, “with”) + κινέω (kinéo, “to move”) + -τικός (-tikós, “-ing, -tic”).
συγκινητικός • (sygkinitikós) m (feminine συγκινητική, neuter συγκινητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συγκινητικός (sygkinitikós) | συγκινητική (sygkinitikí) | συγκινητικό (sygkinitikó) | συγκινητικοί (sygkinitikoí) | συγκινητικές (sygkinitikés) | συγκινητικά (sygkinitiká) | |
genitive | συγκινητικού (sygkinitikoú) | συγκινητικής (sygkinitikís) | συγκινητικού (sygkinitikoú) | συγκινητικών (sygkinitikón) | συγκινητικών (sygkinitikón) | συγκινητικών (sygkinitikón) | |
accusative | συγκινητικό (sygkinitikó) | συγκινητική (sygkinitikí) | συγκινητικό (sygkinitikó) | συγκινητικούς (sygkinitikoús) | συγκινητικές (sygkinitikés) | συγκινητικά (sygkinitiká) | |
vocative | συγκινητικέ (sygkinitiké) | συγκινητική (sygkinitikí) | συγκινητικό (sygkinitikó) | συγκινητικοί (sygkinitikoí) | συγκινητικές (sygkinitikés) | συγκινητικά (sygkinitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγκινητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγκινητικός, etc.)