συγκινητικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συγκινητικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συγκινητικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συγκινητικός in singular and plural. Everything you need to know about the word συγκινητικός you have here. The definition of the word συγκινητικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυγκινητικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

From Koine Greek συγκινητικός (sunkinētikós), from συν- (sun-, with) + κινέω (kinéo, to move) + -τικός (-tikós, -ing, -tic).

Pronunciation

Adjective

συγκινητικός (sygkinitikósm (feminine συγκινητική, neuter συγκινητικό)

  1. moving, touching (emotionally affecting)
    Αυτό το τραγούδι είναι πολύ συγκινητικό.
    Aftó to tragoúdi eínai polý sygkinitikó.
    That song is very moving.
    Το συγκινητικό θέαμα των συγγενών στην κηδεία.
    To sygkinitikó théama ton syngenón stin kideía.
    The moving sight of relatives at the funeral.

Declension

Declension of συγκινητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συγκινητικός (sygkinitikós) συγκινητική (sygkinitikí) συγκινητικό (sygkinitikó) συγκινητικοί (sygkinitikoí) συγκινητικές (sygkinitikés) συγκινητικά (sygkinitiká)
genitive συγκινητικού (sygkinitikoú) συγκινητικής (sygkinitikís) συγκινητικού (sygkinitikoú) συγκινητικών (sygkinitikón) συγκινητικών (sygkinitikón) συγκινητικών (sygkinitikón)
accusative συγκινητικό (sygkinitikó) συγκινητική (sygkinitikí) συγκινητικό (sygkinitikó) συγκινητικούς (sygkinitikoús) συγκινητικές (sygkinitikés) συγκινητικά (sygkinitiká)
vocative συγκινητικέ (sygkinitiké) συγκινητική (sygkinitikí) συγκινητικό (sygkinitikó) συγκινητικοί (sygkinitikoí) συγκινητικές (sygkinitikés) συγκινητικά (sygkinitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συγκινητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συγκινητικός, etc.)

Derived terms