Learned borrowing from Ancient Greek συγκόπτω (sunkóptō). By surface analysis, συγ- (συν-) (“together”) + κόπτω (“cut”).
συγκόπτω • (sygkópto) (past συνέκοψα, passive συγκόπτομαι) found chiefly in the present tense more frequently in passive voice[1][2]
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | συγκόπτω | συγκόψω | συγκόπτομαι | συγκοπώ |
2 sg | συγκόπτεις | συγκόψεις | συγκόπτεσαι | συγκοπείς |
3 sg | συγκόπτει | συγκόψει | συγκόπτεται | συγκοπεί |
1 pl | συγκόπτουμε, [‑ομε] | συγκόψουμε, [‑ομε] | συγκοπτόμαστε | συγκοπούμε |
2 pl | συγκόπτετε | συγκόψετε | συγκόπτεστε, {συγκόπτεσθε}, [συγκοπτόσαστε] | συγκοπείτε |
3 pl | συγκόπτουν[ε] | συγκόψουν(ε) | συγκόπτονται | συγκοπούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | [συνέκοπτα]1 | [συνέκοψα]1 | [συγκοπτόμουν]1 | [συγκόπηκα]1 |
2 sg | συνέκοπτες | συνέκοψες | [συγκοπτόσουν] | συγκόπηκες |
3 sg | συνέκοπτε | συνέκοψε | [συγκοπτόταν] | συγκόπηκε |
1 pl | συγκόπταμε | συγκόψαμε | συγκοπτόμασταν, (‑όμαστε) | συγκοπήκαμε |
2 pl | συγκόπτατε | συγκόψατε | συγκοπτόσασταν, (‑όσαστε) | συγκοπήκατε |
3 pl | συνέκοπταν, συγκόπταν(ε) | συνέκοψαν, συγκόψαν(ε) | συγκόπτονταν | συγκόπηκαν, συγκοπήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα συγκόπτω ➤ | θα συγκόψω ➤ | θα συγκόπτομαι ➤ | θα συγκοπώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα συγκόπτεις, … | θα συγκόψεις, … | θα συγκόπτεσαι, … | θα συγκοπείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … συγκόψει | έχω, έχεις, … συγκοπεί είμαι, είσαι, … συγκεκομμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … συγκόψει | είχα, είχες, … συγκοπεί ήμουν, ήσουν, … συγκεκομμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … συγκόψει | θα έχω, θα έχεις, … συγκοπεί θα είμαι, θα είσαι, … συγκεκομμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | [σύγκοπτε] | [σύγκοψε] | — | συγκόψου |
2 pl | συγκόπτετε | συγκόψτε | συγκόπτεστε, {συγκόπτεσθε} | συγκοπείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | συγκόπτοντας ➤ | συγκοπτόμενος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Perfect participle➤ | έχοντας συγκόψει ➤ | συγκεκομμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | συγκόψει | συγκοπεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
1. Imperfect and past tenses are rare. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||