συγχαίρω (synchaíro) + -τήριος (-tírios).
συγχαρητήριος • (syncharitírios) m (feminine συγχαρητήρια, neuter συγχαρητήριο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | συγχαρητήριος • | συγχαρητήρια • | συγχαρητήριο • | συγχαρητήριοι • | συγχαρητήριες • | συγχαρητήρια • |
genitive | συγχαρητήριου • | συγχαρητήριας • | συγχαρητήριου • | συγχαρητήριων • | συγχαρητήριων • | συγχαρητήριων • |
accusative | συγχαρητήριο • | συγχαρητήρια • | συγχαρητήριο • | συγχαρητήριους • | συγχαρητήριες • | συγχαρητήρια • |
vocative | συγχαρητήριε • | συγχαρητήρια • | συγχαρητήριο • | συγχαρητήριοι • | συγχαρητήριες • | συγχαρητήρια • |