Learned borrowing from Ancient Greek συμβουλευτικός (sumbouleutikós) with semantic loan from French consultatif.[1] By surface analysis, συμβουλεύ(ω) (symvoulév(o)) + -τικός (-tikós).
συμβουλευτικός • (symvouleftikós) m (feminine συμβουλευτική, neuter συμβουλευτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμβουλευτικός (symvouleftikós) | συμβουλευτική (symvouleftikí) | συμβουλευτικό (symvouleftikó) | συμβουλευτικοί (symvouleftikoí) | συμβουλευτικές (symvouleftikés) | συμβουλευτικά (symvouleftiká) | |
genitive | συμβουλευτικού (symvouleftikoú) | συμβουλευτικής (symvouleftikís) | συμβουλευτικού (symvouleftikoú) | συμβουλευτικών (symvouleftikón) | συμβουλευτικών (symvouleftikón) | συμβουλευτικών (symvouleftikón) | |
accusative | συμβουλευτικό (symvouleftikó) | συμβουλευτική (symvouleftikí) | συμβουλευτικό (symvouleftikó) | συμβουλευτικούς (symvouleftikoús) | συμβουλευτικές (symvouleftikés) | συμβουλευτικά (symvouleftiká) | |
vocative | συμβουλευτικέ (symvouleftiké) | συμβουλευτική (symvouleftikí) | συμβουλευτικό (symvouleftikó) | συμβουλευτικοί (symvouleftikoí) | συμβουλευτικές (symvouleftikés) | συμβουλευτικά (symvouleftiká) |