Perfect participle of συμπληρώνομαι (symplirónomai), passive voice of συμπληρώνω (sympliróno).
συμπληρωμένος • (sympliroménos) m (feminine συμπληρωμένη, neuter συμπληρωμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμπληρωμένος (sympliroménos) | συμπληρωμένη (sympliroméni) | συμπληρωμένο (sympliroméno) | συμπληρωμένοι (sympliroménoi) | συμπληρωμένες (sympliroménes) | συμπληρωμένα (sympliroména) | |
genitive | συμπληρωμένου (sympliroménou) | συμπληρωμένης (sympliroménis) | συμπληρωμένου (sympliroménou) | συμπληρωμένων (sympliroménon) | συμπληρωμένων (sympliroménon) | συμπληρωμένων (sympliroménon) | |
accusative | συμπληρωμένο (sympliroméno) | συμπληρωμένη (sympliroméni) | συμπληρωμένο (sympliroméno) | συμπληρωμένους (sympliroménous) | συμπληρωμένες (sympliroménes) | συμπληρωμένα (sympliroména) | |
vocative | συμπληρωμένε (sympliroméne) | συμπληρωμένη (sympliroméni) | συμπληρωμένο (sympliroméno) | συμπληρωμένοι (sympliroménoi) | συμπληρωμένες (sympliroménes) | συμπληρωμένα (sympliroména) |