συμ- (συν-) (sym- (syn-), “with”) + πολεμίστρια (polemístria, “fighter”). First attested 1896.
συμπολεμίστρια • (sympolemístria) f (plural συμπολεμίστριες, masculine συμπολεμιστής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συμπολεμίστρια (sympolemístria) | συμπολεμίστριες (sympolemístries) |
genitive | συμπολεμίστριας (sympolemístrias) | συμπολεμιστριών (sympolemistrión) |
accusative | συμπολεμίστρια (sympolemístria) | συμπολεμίστριες (sympolemístries) |
vocative | συμπολεμίστρια (sympolemístria) | συμπολεμίστριες (sympolemístries) |