Learned borrowing from Koine Greek συμπτωματικός (sumptōmatikós).[1]
συμπτωματικός • (symptomatikós) m (feminine συμπτωματική, neuter συμπτωματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμπτωματικός (symptomatikós) | συμπτωματική (symptomatikí) | συμπτωματικό (symptomatikó) | συμπτωματικοί (symptomatikoí) | συμπτωματικές (symptomatikés) | συμπτωματικά (symptomatiká) | |
genitive | συμπτωματικού (symptomatikoú) | συμπτωματικής (symptomatikís) | συμπτωματικού (symptomatikoú) | συμπτωματικών (symptomatikón) | συμπτωματικών (symptomatikón) | συμπτωματικών (symptomatikón) | |
accusative | συμπτωματικό (symptomatikó) | συμπτωματική (symptomatikí) | συμπτωματικό (symptomatikó) | συμπτωματικούς (symptomatikoús) | συμπτωματικές (symptomatikés) | συμπτωματικά (symptomatiká) | |
vocative | συμπτωματικέ (symptomatiké) | συμπτωματική (symptomatikí) | συμπτωματικό (symptomatikó) | συμπτωματικοί (symptomatikoí) | συμπτωματικές (symptomatikés) | συμπτωματικά (symptomatiká) |
Learned borrowing from French symptomatique. By surface analysis, from the συμπτωματ- stem of σύμπτωμα (sýmptoma) + -ικός (-ikós).[1]
συμπτωματικός • (symptomatikós) m (feminine συμπτωματική, neuter συμπτωματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμπτωματικός (symptomatikós) | συμπτωματική (symptomatikí) | συμπτωματικό (symptomatikó) | συμπτωματικοί (symptomatikoí) | συμπτωματικές (symptomatikés) | συμπτωματικά (symptomatiká) | |
genitive | συμπτωματικού (symptomatikoú) | συμπτωματικής (symptomatikís) | συμπτωματικού (symptomatikoú) | συμπτωματικών (symptomatikón) | συμπτωματικών (symptomatikón) | συμπτωματικών (symptomatikón) | |
accusative | συμπτωματικό (symptomatikó) | συμπτωματική (symptomatikí) | συμπτωματικό (symptomatikó) | συμπτωματικούς (symptomatikoús) | συμπτωματικές (symptomatikés) | συμπτωματικά (symptomatiká) | |
vocative | συμπτωματικέ (symptomatiké) | συμπτωματική (symptomatikí) | συμπτωματικό (symptomatikó) | συμπτωματικοί (symptomatikoí) | συμπτωματικές (symptomatikés) | συμπτωματικά (symptomatiká) |