συμπτωματικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συμπτωματικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συμπτωματικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συμπτωματικός in singular and plural. Everything you need to know about the word συμπτωματικός you have here. The definition of the word συμπτωματικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυμπτωματικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Pronunciation

  • IPA(key): /sim.pto.ma.tiˈkos/
  • Hyphenation: συμ‧πτω‧μα‧τι‧κός

Etymology 1

Learned borrowing from Koine Greek συμπτωματικός (sumptōmatikós).[1]

Adjective

συμπτωματικός (symptomatikósm (feminine συμπτωματική, neuter συμπτωματικό)

  1. coincidental (occurring as or resulting from coincidence)
Declension
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμπτωματικός (symptomatikós) συμπτωματική (symptomatikí) συμπτωματικό (symptomatikó) συμπτωματικοί (symptomatikoí) συμπτωματικές (symptomatikés) συμπτωματικά (symptomatiká)
genitive συμπτωματικού (symptomatikoú) συμπτωματικής (symptomatikís) συμπτωματικού (symptomatikoú) συμπτωματικών (symptomatikón) συμπτωματικών (symptomatikón) συμπτωματικών (symptomatikón)
accusative συμπτωματικό (symptomatikó) συμπτωματική (symptomatikí) συμπτωματικό (symptomatikó) συμπτωματικούς (symptomatikoús) συμπτωματικές (symptomatikés) συμπτωματικά (symptomatiká)
vocative συμπτωματικέ (symptomatiké) συμπτωματική (symptomatikí) συμπτωματικό (symptomatikó) συμπτωματικοί (symptomatikoí) συμπτωματικές (symptomatikés) συμπτωματικά (symptomatiká)
Derived terms

Etymology 2

Learned borrowing from French symptomatique. By surface analysis, from the συμπτωματ- stem of σύμπτωμα (sýmptoma) +‎ -ικός (-ikós).[1]

Adjective

συμπτωματικός (symptomatikósm (feminine συμπτωματική, neuter συμπτωματικό)

  1. symptomatic
Declension
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συμπτωματικός (symptomatikós) συμπτωματική (symptomatikí) συμπτωματικό (symptomatikó) συμπτωματικοί (symptomatikoí) συμπτωματικές (symptomatikés) συμπτωματικά (symptomatiká)
genitive συμπτωματικού (symptomatikoú) συμπτωματικής (symptomatikís) συμπτωματικού (symptomatikoú) συμπτωματικών (symptomatikón) συμπτωματικών (symptomatikón) συμπτωματικών (symptomatikón)
accusative συμπτωματικό (symptomatikó) συμπτωματική (symptomatikí) συμπτωματικό (symptomatikó) συμπτωματικούς (symptomatikoús) συμπτωματικές (symptomatikés) συμπτωματικά (symptomatiká)
vocative συμπτωματικέ (symptomatiké) συμπτωματική (symptomatikí) συμπτωματικό (symptomatikó) συμπτωματικοί (symptomatikoí) συμπτωματικές (symptomatikés) συμπτωματικά (symptomatiká)

References

  1. 1.0 1.1 συμπτωματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language