Perfect participle of συμφωνούμαι (symfonoúmai), passive voice of συμφωνώ (“agree”).
συμφωνημένος • (symfoniménos) m (feminine συμφωνημένη, neuter συμφωνημένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συμφωνημένος (symfoniménos) | συμφωνημένη (symfoniméni) | συμφωνημένο (symfoniméno) | συμφωνημένοι (symfoniménoi) | συμφωνημένες (symfoniménes) | συμφωνημένα (symfoniména) | |
genitive | συμφωνημένου (symfoniménou) | συμφωνημένης (symfoniménis) | συμφωνημένου (symfoniménou) | συμφωνημένων (symfoniménon) | συμφωνημένων (symfoniménon) | συμφωνημένων (symfoniménon) | |
accusative | συμφωνημένο (symfoniméno) | συμφωνημένη (symfoniméni) | συμφωνημένο (symfoniméno) | συμφωνημένους (symfoniménous) | συμφωνημένες (symfoniménes) | συμφωνημένα (symfoniména) | |
vocative | συμφωνημένε (symfoniméne) | συμφωνημένη (symfoniméni) | συμφωνημένο (symfoniméno) | συμφωνημένοι (symfoniménoi) | συμφωνημένες (symfoniménes) | συμφωνημένα (symfoniména) |