συναισθηματικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συναισθηματικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συναισθηματικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συναισθηματικός in singular and plural. Everything you need to know about the word συναισθηματικός you have here. The definition of the word συναισθηματικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυναισθηματικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learnedly from the συναισθηματ- stem of συναίσθημα (synaísthima, emotion, sentiment) +‎ -ικός (-ikós), with semantic loan from French sentimental.[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /si.ne.sθi.ma.tiˈkos/
  • Hyphenation: συ‧ναι‧σθη‧μα‧τι‧κός

Adjective

συναισθηματικός (synaisthimatikósm (feminine συναισθηματική, neuter συναισθηματικό)

  1. emotional
  2. sentimental

Declension

Declension of συναισθηματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συναισθηματικός (synaisthimatikós) συναισθηματική (synaisthimatikí) συναισθηματικό (synaisthimatikó) συναισθηματικοί (synaisthimatikoí) συναισθηματικές (synaisthimatikés) συναισθηματικά (synaisthimatiká)
genitive συναισθηματικού (synaisthimatikoú) συναισθηματικής (synaisthimatikís) συναισθηματικού (synaisthimatikoú) συναισθηματικών (synaisthimatikón) συναισθηματικών (synaisthimatikón) συναισθηματικών (synaisthimatikón)
accusative συναισθηματικό (synaisthimatikó) συναισθηματική (synaisthimatikí) συναισθηματικό (synaisthimatikó) συναισθηματικούς (synaisthimatikoús) συναισθηματικές (synaisthimatikés) συναισθηματικά (synaisthimatiká)
vocative συναισθηματικέ (synaisthimatiké) συναισθηματική (synaisthimatikí) συναισθηματικό (synaisthimatikó) συναισθηματικοί (synaisthimatikoí) συναισθηματικές (synaisthimatikés) συναισθηματικά (synaisthimatiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συναισθηματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συναισθηματικός, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συναισθηματικότερος (synaisthimatikóteros) συναισθηματικότερη (synaisthimatikóteri) συναισθηματικότερο (synaisthimatikótero) συναισθηματικότεροι (synaisthimatikóteroi) συναισθηματικότερες (synaisthimatikóteres) συναισθηματικότερα (synaisthimatikótera)
genitive συναισθηματικότερου (synaisthimatikóterou) συναισθηματικότερης (synaisthimatikóteris) συναισθηματικότερου (synaisthimatikóterou) συναισθηματικότερων (synaisthimatikóteron) συναισθηματικότερων (synaisthimatikóteron) συναισθηματικότερων (synaisthimatikóteron)
accusative συναισθηματικότερο (synaisthimatikótero) συναισθηματικότερη (synaisthimatikóteri) συναισθηματικότερο (synaisthimatikótero) συναισθηματικότερους (synaisthimatikóterous) συναισθηματικότερες (synaisthimatikóteres) συναισθηματικότερα (synaisthimatikótera)
vocative συναισθηματικότερε (synaisthimatikótere) συναισθηματικότερη (synaisthimatikóteri) συναισθηματικότερο (synaisthimatikótero) συναισθηματικότεροι (synaisthimatikóteroi) συναισθηματικότερες (synaisthimatikóteres) συναισθηματικότερα (synaisthimatikótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο συναισθηματικότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συναισθηματικότατος (synaisthimatikótatos) συναισθηματικότατη (synaisthimatikótati) συναισθηματικότατο (synaisthimatikótato) συναισθηματικότατοι (synaisthimatikótatoi) συναισθηματικότατες (synaisthimatikótates) συναισθηματικότατα (synaisthimatikótata)
genitive συναισθηματικότατου (synaisthimatikótatou) συναισθηματικότατης (synaisthimatikótatis) συναισθηματικότατου (synaisthimatikótatou) συναισθηματικότατων (synaisthimatikótaton) συναισθηματικότατων (synaisthimatikótaton) συναισθηματικότατων (synaisthimatikótaton)
accusative συναισθηματικότατο (synaisthimatikótato) συναισθηματικότατη (synaisthimatikótati) συναισθηματικότατο (synaisthimatikótato) συναισθηματικότατους (synaisthimatikótatous) συναισθηματικότατες (synaisthimatikótates) συναισθηματικότατα (synaisthimatikótata)
vocative συναισθηματικότατε (synaisthimatikótate) συναισθηματικότατη (synaisthimatikótati) συναισθηματικότατο (synaisthimatikótato) συναισθηματικότατοι (synaisthimatikótatoi) συναισθηματικότατες (synaisthimatikótates) συναισθηματικότατα (synaisthimatikótata)

Derived terms

References

  1. ^ συναισθηματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language