Learnedly from the συναισθηματ- stem of συναίσθημα (synaísthima, “emotion, sentiment”) + -ικός (-ikós), with semantic loan from French sentimental.[1]
συναισθηματικός • (synaisthimatikós) m (feminine συναισθηματική, neuter συναισθηματικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συναισθηματικός (synaisthimatikós) | συναισθηματική (synaisthimatikí) | συναισθηματικό (synaisthimatikó) | συναισθηματικοί (synaisthimatikoí) | συναισθηματικές (synaisthimatikés) | συναισθηματικά (synaisthimatiká) | |
genitive | συναισθηματικού (synaisthimatikoú) | συναισθηματικής (synaisthimatikís) | συναισθηματικού (synaisthimatikoú) | συναισθηματικών (synaisthimatikón) | συναισθηματικών (synaisthimatikón) | συναισθηματικών (synaisthimatikón) | |
accusative | συναισθηματικό (synaisthimatikó) | συναισθηματική (synaisthimatikí) | συναισθηματικό (synaisthimatikó) | συναισθηματικούς (synaisthimatikoús) | συναισθηματικές (synaisthimatikés) | συναισθηματικά (synaisthimatiká) | |
vocative | συναισθηματικέ (synaisthimatiké) | συναισθηματική (synaisthimatikí) | συναισθηματικό (synaisthimatikó) | συναισθηματικοί (synaisthimatikoí) | συναισθηματικές (synaisthimatikés) | συναισθηματικά (synaisthimatiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συναισθηματικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συναισθηματικός, etc.)
Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο συναισθηματικότερος", etc)
|