συναρμολόγηση • (synarmológisi) f (plural συναρμολογήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συναρμολόγηση (synarmológisi) | συναρμολογήσεις (synarmologíseis) |
genitive | συναρμολόγησης (synarmológisis) | συναρμολογήσεων (synarmologíseon) |
accusative | συναρμολόγηση (synarmológisi) | συναρμολογήσεις (synarmologíseis) |
vocative | συναρμολόγηση (synarmológisi) | συναρμολογήσεις (synarmologíseis) |
Older or formal genitive singular: συναρμολογήσεως (synarmologíseos)