Learnedly from the συνταρακ- stem of συνταράσσω (syntarásso) + -τικός (-tikós).[1]
συνταρακτικός • (syntaraktikós) m (feminine συνταρακτική, neuter συνταρακτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | συνταρακτικός (syntaraktikós) | συνταρακτική (syntaraktikí) | συνταρακτικό (syntaraktikó) | συνταρακτικοί (syntaraktikoí) | συνταρακτικές (syntaraktikés) | συνταρακτικά (syntaraktiká) | |
genitive | συνταρακτικού (syntaraktikoú) | συνταρακτικής (syntaraktikís) | συνταρακτικού (syntaraktikoú) | συνταρακτικών (syntaraktikón) | συνταρακτικών (syntaraktikón) | συνταρακτικών (syntaraktikón) | |
accusative | συνταρακτικό (syntaraktikó) | συνταρακτική (syntaraktikí) | συνταρακτικό (syntaraktikó) | συνταρακτικούς (syntaraktikoús) | συνταρακτικές (syntaraktikés) | συνταρακτικά (syntaraktiká) | |
vocative | συνταρακτικέ (syntaraktiké) | συνταρακτική (syntaraktikí) | συνταρακτικό (syntaraktikó) | συνταρακτικοί (syntaraktikoí) | συνταρακτικές (syntaraktikés) | συνταρακτικά (syntaraktiká) |