συνταρακτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word συνταρακτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word συνταρακτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say συνταρακτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word συνταρακτικός you have here. The definition of the word συνταρακτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofσυνταρακτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Alternative forms

Etymology

Learnedly from the συνταρακ- stem of συνταράσσω (syntarásso) +‎ -τικός (-tikós).[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /sin.da.ɾa.ktiˈkos/
  • Hyphenation: συ‧ντα‧ρα‧κτι‧κός

Adjective

συνταρακτικός (syntaraktikósm (feminine συνταρακτική, neuter συνταρακτικό)

  1. shocking, shattering (inspiring great mental disturbance or shock)

Declension

Declension of συνταρακτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative συνταρακτικός (syntaraktikós) συνταρακτική (syntaraktikí) συνταρακτικό (syntaraktikó) συνταρακτικοί (syntaraktikoí) συνταρακτικές (syntaraktikés) συνταρακτικά (syntaraktiká)
genitive συνταρακτικού (syntaraktikoú) συνταρακτικής (syntaraktikís) συνταρακτικού (syntaraktikoú) συνταρακτικών (syntaraktikón) συνταρακτικών (syntaraktikón) συνταρακτικών (syntaraktikón)
accusative συνταρακτικό (syntaraktikó) συνταρακτική (syntaraktikí) συνταρακτικό (syntaraktikó) συνταρακτικούς (syntaraktikoús) συνταρακτικές (syntaraktikés) συνταρακτικά (syntaraktiká)
vocative συνταρακτικέ (syntaraktiké) συνταρακτική (syntaraktikí) συνταρακτικό (syntaraktikó) συνταρακτικοί (syntaraktikoí) συνταρακτικές (syntaraktikés) συνταρακτικά (syntaraktiká)

Derived terms

References

  1. ^ συνταρακτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language