From Ancient Greek σφετεριστής (spheteristḗs), equivalent to σφετερίζομαι (sfeterízomai, “to usurp”) + -ιστής (-istís, “-ist, -er”).
σφετεριστής • (sfeteristís) m (plural σφετεριστές, feminine σφετερίστρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σφετεριστής (sfeteristís) | σφετεριστές (sfeteristés) |
genitive | σφετεριστή (sfeteristí) | σφετεριστών (sfeteristón) |
accusative | σφετεριστή (sfeteristí) | σφετεριστές (sfeteristés) |
vocative | σφετεριστή (sfeteristí) | σφετεριστές (sfeteristés) |