σχοινοβάτισσα • (schoinovátissa) f (plural σχοινοβάτισσες, masculine σχοινοβάτης)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σχοινοβάτισσα (schoinovátissa) | σχοινοβάτισσες (schoinovátisses) |
genitive | σχοινοβάτισσας (schoinovátissas) | σχοινοβατισσών (schoinovatissón) |
accusative | σχοινοβάτισσα (schoinovátissa) | σχοινοβάτισσες (schoinovátisses) |
vocative | σχοινοβάτισσα (schoinovátissa) | σχοινοβάτισσες (schoinovátisses) |
the genitive plural is rare