σχολικός • (scholikós) m (feminine σχολική, neuter σχολικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | σχολικός (scholikós) | σχολική (scholikí) | σχολικό (scholikó) | σχολικοί (scholikoí) | σχολικές (scholikés) | σχολικά (scholiká) | |
genitive | σχολικού (scholikoú) | σχολικής (scholikís) | σχολικού (scholikoú) | σχολικών (scholikón) | σχολικών (scholikón) | σχολικών (scholikón) | |
accusative | σχολικό (scholikó) | σχολική (scholikí) | σχολικό (scholikó) | σχολικούς (scholikoús) | σχολικές (scholikés) | σχολικά (scholiká) | |
vocative | σχολικέ (scholiké) | σχολική (scholikí) | σχολικό (scholikó) | σχολικοί (scholikoí) | σχολικές (scholikés) | σχολικά (scholiká) |