Learnedly from ταχυ- (tachy-) + ρυθμ(ός) (rythm(ós)) + -ος (-os) with duplication of -ρ- as seen also in απορρυθμίζω (aporrythmízo).[1]
ταχύρρυθμος • (tachýrrythmos) m (feminine ταχύρρυθμη, neuter ταχύρρυθμο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ταχύρρυθμος • | ταχύρρυθμη • | ταχύρρυθμο • | ταχύρρυθμοι • | ταχύρρυθμες • | ταχύρρυθμα • |
genitive | ταχύρρυθμου • | ταχύρρυθμης • | ταχύρρυθμου • | ταχύρρυθμων • | ταχύρρυθμων • | ταχύρρυθμων • |
accusative | ταχύρρυθμο • | ταχύρρυθμη • | ταχύρρυθμο • | ταχύρρυθμους • | ταχύρρυθμες • | ταχύρρυθμα • |
vocative | ταχύρρυθμε • | ταχύρρυθμη • | ταχύρρυθμο • | ταχύρρυθμοι • | ταχύρρυθμες • | ταχύρρυθμα • |