τετρακισεκατομμύριο • (tetrakisekatommýrio) n (plural τετρακισεκατομμύριο)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | τετρακισεκατομμύριο (tetrakisekatommýrio) | τετρακισεκατομμύρια (tetrakisekatommýria) |
genitive | τετρακισεκατομμυρίου (tetrakisekatommyríou) τετρακισεκατομμύριου (tetrakisekatommýriou) |
τετρακισεκατομμυρίων (tetrakisekatommyríon) τετρακισεκατομμύριων (tetrakisekatommýrion) |
accusative | τετρακισεκατομμύριο (tetrakisekatommýrio) | τετρακισεκατομμύρια (tetrakisekatommýria) |
vocative | τετρακισεκατομμύριο (tetrakisekatommýrio) | τετρακισεκατομμύρια (tetrakisekatommýria) |