From Ancient Greek ταγηνίζω (tagēnízō).
τηγανίζω • (tiganízo) (past τηγάνισα, passive τηγανίζομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | τηγανίζω | τηγανίσω | τηγανίζομαι | τηγανιστώ |
2 sg | τηγανίζεις | τηγανίσεις | τηγανίζεσαι | τηγανιστείς |
3 sg | τηγανίζει | τηγανίσει | τηγανίζεται | τηγανιστεί |
1 pl | τηγανίζουμε, [‑ομε] | τηγανίσουμε, [‑ομε] | τηγανιζόμαστε | τηγανιστούμε |
2 pl | τηγανίζετε | τηγανίσετε | τηγανίζεστε, τηγανιζόσαστε | τηγανιστείτε |
3 pl | τηγανίζουν(ε) | τηγανίσουν(ε) | τηγανίζονται | τηγανιστούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | τηγάνιζα | τηγάνισα | τηγανιζόμουν(α) | τηγανίστηκα |
2 sg | τηγάνιζες | τηγάνισες | τηγανιζόσουν(α) | τηγανίστηκες |
3 sg | τηγάνιζε | τηγάνισε | τηγανιζόταν(ε) | τηγανίστηκε |
1 pl | τηγανίζαμε | τηγανίσαμε | τηγανιζόμασταν, (‑όμαστε) | τηγανιστήκαμε |
2 pl | τηγανίζατε | τηγανίσατε | τηγανιζόσασταν, (‑όσαστε) | τηγανιστήκατε |
3 pl | τηγάνιζαν, τηγανίζαν(ε) | τηγάνισαν, τηγανίσαν(ε) | τηγανίζονταν, (τηγανιζόντουσαν) | τηγανίστηκαν, τηγανιστήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα τηγανίζω ➤ | θα τηγανίσω ➤ | θα τηγανίζομαι ➤ | θα τηγανιστώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα τηγανίζεις, … | θα τηγανίσεις, … | θα τηγανίζεσαι, … | θα τηγανιστείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … τηγανίσει έχω, έχεις, … τηγανισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … τηγανιστεί είμαι, είσαι, … τηγανισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … τηγανίσει είχα, είχες, … τηγανισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … τηγανιστεί ήμουν, ήσουν, … τηγανισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … τηγανίσει θα έχω, θα έχεις, … τηγανισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … τηγανιστεί θα είμαι, θα είσαι, … τηγανισμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | τηγάνιζε | τηγάνισε | — | τηγανίσου |
2 pl | τηγανίζετε | τηγανίστε | τηγανίζεστε | τηγανιστείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | τηγανίζοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας τηγανίσει ➤ | τηγανισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | τηγανίσει | τηγανιστεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||